Λογότυπο Βιβλιοπωλείου Gutenberg

Κοινωνικές Επιστήμες και Πρωτοπορία στην Ελλάδα (1950-1967)

29,11 26,20

Κοινωνικές Επιστήμες και Πρωτοπορία στην Ελλάδα (1950-1967)

29,11 26,20

Περιγραφή

Στο παρόν αφιέρωμα συγκεντρώθηκαν κείμενα που με την παράθεση δεδομένων και προσωπικών μαρτυριών-βιωμάτων (ιστοριών ζωής) συνθέτουν, όπως οι ψηφίδες ενός μωσαϊκού, έστω και ατελώς την εικόνα των νέων τάσεων, των “νησίδων εκσυγχρονισμού” που άρχισαν να διαμορφώνονται στην κοινωνικο-επιστημονική ελληνική πραγματικότητα από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 και ιδίως από το 1960 μέχρι το 1967. Σ’ αυτήν ακριβώς την περίοδο πρωτοπορίας ορισμένων κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα άρχισε να συσσωρεύεται το πολιτισμικό κεφάλαιο του Κέντρου Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών, που αποτελεί βασική κληρονομιά του σημερινού Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών – πολύτιμο τμήμα της ιστορίας και της παράδοσης του ίδιου, αλλά και όλων των ελλήνων και ελληνίδων κοινωνικών επιστημόνων. Μέσα από το τωρινό οδοιπορικό πίσω στο χρόνο, μέσα από τις μελέτες μας, τις διηγήσεις και τις αναμνήσεις μας, αυτήν ακριβώς την κληρονομιά επιχειρήσαμε να αναδείξουμε: για να τη γνωρίσουν οι νεότεροι, για να τη θυμόμαστε και να την αξιοποιούμε.

Περιεχόμενα

Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ PIERRE BOURDIEU. Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. ΝΕΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄60
ΔΥΟ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΘΗΝΩΝ, 1959-1967. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΌΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΌ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΠΕΡΙΣΤΙΑΝΗ

[Περισσότερα...]

Έγραψαν

Κοινωνικές επιστήμες και πρωτοπορία στην Ελλάδα

Του ΣΠΗΛΙΟΥ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Εχει αναφερθεί πολλές φορές η πνευματική, επιστημονική και πολιτιστική άνοιξη που γνώρισε η χώρα μας στις δεκαετίες του 1950 και 1960, παρ’ όλο που δεν είχαν αρθεί οι τρομερές συνέπειες του αδελφοκτόνου Εμφυλίου Πολέμου, που σφράγισε την προηγούμενη δεκαετία.
Η άνοιξη αυτή πήρε την ορμητική μορφή μιας αναγέννησης στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πριν ανακοπεί βάναυσα από τη στρατιωτική δικτατορία, που κατάργησε κάθε ελευθερία, γνώμης και έκφρασης, τόσο απαραίτητης για την πνευματική δημιουργία και την επιστημονική πρόοδο.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αναστολής των εξελίξεων και της προόδου στις κοινωνικές επιστήμες, με το σκοταδισμό και τη διάλυση των ερευνητικών κέντρων που επέβαλε η δικτατορία. Το σημαντικότερο, ίσως, απ’ αυτά τα κέντρα ήταν το Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών (που μετονομάστηκε αργότερα σε Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών), το οποίο είχε ιδρυθεί το 1959 με τη συμβολή της UNESCO και πολλών σημαντικών πανεπιστημιακών, Ελλήνων και ξένων. Αξίζει, έτσι, τον έπαινό μας η καθηγήτρια Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη που επιμελήθηκε ένα ογκώδες Ειδικό Αφιέρωμα, με τίτλο «Κοινωνικές Επιστήμες και Πρωτοπορία στην Ελλάδα, 1950-1967» (Εκδόσεις GUTENBERG), το οποίο παρουσιάστηκε πριν από λίγες μέρες. Δεν είναι ένα βιβλίο θεωρητικών επεξεργασιών, κουραστικό για τον μη ειδικευμένο αναγνώστη, αλλά ένα βιβλίο που παρουσιάζει το ήθος μιας εποχής και ορισμένων επιστημόνων, οι οποίοι για την προώθηση της έρευνας προσπάθησαν να αξιοποιήσουν την έκρηξη της ελευθερίας που γνώρισε τότε η χώρα.
Οπως γράφει η επιμελήτρια της έκδοσης, Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη, «Μέσα από τα κείμενα του ειδικού αυτού αφιερώματος οριοθετείται μία σημαντική φάση στην ιστορία της ανάπτυξης των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα: η περίοδος από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, και κυρίως από το 1960 μέχρι το 1967, αναδεικνύεται ως «κριτική» περίοδος κατά την οποία πολλά πράγματα (ιδέες, έρευνες, εκδόσεις, εταιρείες, μαθήματα, δημόσιες συζητήσεις) ξεκίνησαν στους χώρους των κοινωνικών επιστημών (ιδίως της κοινωνιολογίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της κοινωνικής γεωγραφίας και εν μέρει της πολιτικής επιστήμης) -και όχι μόνο. Αν οι πρωτοποριακές αυτές τάσεις είχαν εξελιχθεί απρόσκοπτα και τα επόμενα χρόνια, η ελληνική κοινωνία θα είχε ίσως μπει από τότε στην τελική ευθεία, που θα της επέτρεπε να επαυξήσει τις πιθανότητές της να κερδίσει το στοίχημα του εκσυγχρονισμού της πριν από το τέλος του 20ού αιώνα». Η ίδια συγγραφέας, σ’ ένα άλλο της άρθρο, παρουσιάζει το ρόλο που έπαιξαν δύο πρωτοποριακά κοινωνιολογικά περιοδικά, η «Κοινωνιολογική Ερευνα» και η Κοινωνιολογική Σκέψη», που εκδόθηκαν αντίστοιχα το 1957 και το 1966 κι αποτέλεσαν ορόσημα στην ιστορία της ανάπτυξης της κοινωνιολογίας στην Ελλάδα. Σωστά εξαίρεται ο ρόλος του Ευάγγελου Κατσάμου στα δύο αυτά περιοδικά, πριν ήδη από την ίδρυση του ΚΚΕΑ.
Υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές από νεότερους την εποχή εκείνη ερευνητές, που εξελίχτηκαν αργότερα σε σημαντικούς πανεπιστημιακούς, για επιστήμονες κύρους, που συνδέθηκαν με τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ΚΚΕΑ, όπως ο Ιωάννης Περιστιάνης, καθηγήτης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και πρώτος επιστημονικός διευθυντής του ΚΚΕΑ, ο Μιχάλης Γούτος, που το πορτρέτο του σκιαγραφεί ο Τίτος Πατρίκιος, ο καθηγητής Ανθρωπολογίας στην Οξφόρδη John Cambell, ο καθηγητής Κοινωνιολογίας Henri Mendras, ο καθηγήτης Γεωγραφίας Bepnard Kayser, που προσέλκυσε στην Ελλάδα μια πλειάδα νέων τότε γεωγράφων.
Ο Δημήτρης Αργυριάδης γράφει ένα μεστό άρθρο για τη Διοικητική Επιστήμη και τη Διοικητική Μεταρρύθμιση, ο Γεράσιμος Νοταράς, που υπήρξε ερευνητής στο ΚΚΕΑ, γράφει για την εντύπωση που προκάλεσε η δημοσίευση του βιβλίου του καθ. Ζαν Μεϊνό «Οι Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα» (αναδημοσιεύτηκε πρόσφατα ολοκληρωμένο), ο Ευθ. Παπαταξιάρχης γράφει για την «Κοινωνική Ανθρωπολογία στη μεταπολεμική Ελλάδα».
Εκτός από μια σειρά από προσωπικές μαρτυρίες, γραμμένες με συγκίνηση και χιούμορ από ανθρώπους, που με νοσταλγία θυμούνται, υπάρχει το συνθετικό άρθρο της Ελένης Αργυριάδου, με τίτλο «Ερευνητές-έρευνες και οργάνωση στο Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών (1959-1967)» μέσα από το οποίο εκτυλίσσεται τεκμηριωμένα ολόκληρη η ιστορία του ΚΚΕΑ, από την ίδρυσή του μέχρι την ουσιαστική κατάργησή του από τη δικτατορία και παρατίθενται οι τίτλοι όλων των ερευνών που είχαν ήδη ξεκινήσει και τα ονόματα όλων των ερευνητών. Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η απαρίθμηση των τομέων, στους οποίους είχε ξεκινήσει έρευνα: μετακινήσεις πληθυσμού, λόγω της δυναμικής της εσωτερικής μετανάστευσης και της αστυφιλίας, έρευνα της κοινωνικής δομής, εξωτερική μετανάστευση, κοινωνιολογία της παιδείας, κοινωνιολογία της αλλαγής, με βάση συγκεκριμένες εμπειρικές έρευνες, μελέτες αγροτικών κοινοτήτων, ανθρωπογεωγραφία, παιδική εγκληματικότητα, κοινωνική παθολογία, κοινωνιολογία του πολιτισμού. Εκτός απ’ αυτά, η Ελ. Αργυριάδη περιγράφει με ενάργεια το κλίμα που επικρατούσε στο ΚΚΕΑ, με κύρια χαρακτηριστικά την ελευθερία της έρευνας και της έκφρασης.
Είναι μια ιστορία που μας ενδιαφέρει όλους, γιατί η πνευματική κι επιστημονική ιστορία της χώρας μας συνδέεται με την ανάπτυξή της και μας βοηθάει να δούμε τις χαμένες ευκαιρίες και να κατανοήσουμε τις σημερινές δυσκολίες.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 28/05/2003

Οι πρωτοπόροι Έλληνες των Κοινωνικών Επιστημών
Ιεραπόστολοι στην έρημο
Η ΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΑΛΛΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΝ ΠΟΛΛΟΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΙΚΟ ΤΟΜΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΙΔΙΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ

ΗΛΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Στα τέλη της του ’50, δέκα μόλις χρόνια μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, η πολιτική ζωή στην Ελλάδα εξακολουθούσε να επικαθορίζεται από μια έντονη πόλωση μεταξύ «εθνικοφρόνων» και «μη εθνικοφρόνων» – για τους «γαλάζιους» που οφείλουν να κατατροπώσουν τους «κίτρινους» μιλούσε το Σχέδιο Περικλής, το οποίο συντάχθηκε εν όψει των εκλογών του 1961. Ήταν επομένως σχεδόν αναπόφευκτο, μέσα σ’ αυτό το γενικότερο πολιτικό κλίμα, η πνευματική και επιστημονική ζωή, ιδιαίτερα για ζητήματα που σχετίζονται με την Ιστορία, την κοινωνία και την οικονομία, να παραμένει καθηλωμένη κάτω από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις ενός ελληνοχριστιανικού αντικομμουνισμού. Όμως την ίδια ακριβώς εποχή η Ελλάδα είχε ήδη αρχίσει ταχύτατα να αλλάζει, η ευρωπαϊκή προοπτική, την οποία σηματοδοτούσε η σύνδεση με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), φαινόταν να αποτελεί την επιθυμητή, έστω και μακροπρόθεσμα, πραγματικότητα, ενώ μια ολόκληρη καινούργια γενιά επιστημόνων (αλλά και καλλιτεχνών) ασφυκτιούσε προσδοκώντας μια πολιτιστική και πολιτική άνοιξη.

Στο πλαίσιο αυτό των κραυγαλέων αντιθέσεων, τις οποίες προσπαθούσαν να διαχειριστούν οι κυβερνήσεις της πρώτης καραμανλικής οκταετίας (1955-1963) – ένα ιδιότυπο μείγμα ημικοινοβουλευτικού αυταρχισμού και εκσυγχρονιστικών προθέσεων – δημιουργήθηκαν και άρχισαν να λειτουργούν ορισμένοι από τους σημαντικότερους επιστημονικούς θεσμούς που καθορίζουν, ακόμη μέχρι σήμερα, την ερευνητική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Έτσι, στην τριετία 1958-1961, ιδρύονται διαδοχικά το Βασιλικό Ίδρυμα Ερευνών (το σημερινό ΕΙΕ), το Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών (το σημερινό ΕΚΚΕ), το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (το μεταγενέστερο ΚΕΠΕ), καθώς επίσης και ο «Δημόκριτος».

Το βιβλίο, που επιμελήθηκε η καθηγήτρια Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη, αναφέρεται στην ίδρυση του Κέντρου Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών το 1959, και κυρίως στη λειτουργία του μέχρι την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας την 21η Απριλίου 1967. Αποτελείται από δύο περίπου ισομεγέθη τμήματα, από τα οποία το πρώτο περιέχει έξι μελέτες για την ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα κατά την πρώτη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο και το δεύτερο είκοσι τέσσερα κείμενα-μαρτυρίες γι’ αυτήν την εν πολλοίς άγνωστη, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, επιστημονική ιστορία.

Το ΚΚΕΑ ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1959, ύστερα από μια τριετία προπαρασκευαστικών ενεργειών και άρχισε ουσιαστικά να λειτουργεί τον επόμενο χρόνο, όταν στεγάστηκε στον δεύτερο όροφο μιας ωραίας παλιάς κολωνακιώτικης πολυκατοικίας (που σήμερα έχει κατεδαφιστεί), στην οδό Κουμπάρη 5, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1967. Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του Κέντρου διεδραμάτισαν οι εμπειρογνώμονες που είχε αρχίσει να στέλνει η UΝΕSCΟ από το 1957 – σχεδόν ιεραπόστολοι στην έρημο -, αλλά και ορισμένοι Έλληνες ακαδημαϊκοί δάσκαλοι ή κοινωνικοί επιστήμονες, οι οποίοι αισθάνονταν το τεράστιο κενό που υπήρχε στον πανεπιστημιακό χώρο, όπου ακόμη και η διδασκαλία της Κοινωνιολογίας είχε καταργηθεί από το 1936. Αυτός ήταν, εξάλλου, και ο κυριότερος λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε να αποτελέσει το Κέντρο αυτόνομο οργανισμό και να μην προσαρτηθεί στο Πανεπιστήμιο ή την Ακαδημία, όπως πρότειναν οι γραφειοκράτες των δημοσίων υπηρεσιών.

Το Κέντρο ευτύχησε να έχει από την πρώτη στιγμή ως επιστημονικό διευθυντή τον Ιωάννη Περιστιάνη, καθηγητή της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στην Οξφόρδη και ήδη διεθνώς καταξιωμένο επιστήμονα, ο οποίος ήλθε και αυτός στην Ελλάδα ως εμπειρογνώμων της UΝΕSCΟ. Ευτύχησε επίσης να έχει από την αρχή, ως μέλος του Δ.Σ. (και Γενικό Γραμματέα την περίοδο 1964-1967), μια ιδιαίτερη και πολυτάλαντη προσωπικότητα, με ισχυρότατες διεθνείς γνωριμίες, τον Μιχάλη Γούτο, τον οποίο όλοι όσοι τον γνώρισαν τον περιγράφουν ως έναν εξαιρετικά γενναιόδωρο άνθρωπο, με αρχοντιά και θάρρος, που είχε το χάρισμα να προσελκύει ανθρώπους, να υπερνικά τη γραφειοκρατία και να υλοποιεί ιδέες. Μέσα από όλα σχεδόν τα κείμενα που περιέχονται στον αφιερωματικό αυτό τόμο, αναδεικνύεται η ανθρώπινη αλλά και χαρισματική προσωπικότητα των δύο αυτών επιστημόνων, χάρη στους οποίους, μέσα σε έξι μόλις χρόνια, πραγματοποιήθηκε ένα μικρό θαύμα.

Πράγματι, από το 1961, όταν άρχισε να λειτουργεί με ελάχιστο προσωπικό και στοιχειώδη προϋπολογισμό το ΚΚΕΑ, μέχρι το 1967 (όταν είχε φθάσει να απασχολεί περίπου 60 άτομα):

* Είχε πραγματοποιήσει πάνω από είκοσι εκδόσεις, οι οποίες παραμένουν μέχρι σήμερα σημεία αναφοράς (όπως π.χ. ο Οικονομικός και Κοινωνικός ʼτλας της Ελλάδος).

* Είχε εγκαινιάσει την έκδοση ενός σημαντικότατου επιστημονικού περιοδικού, της «Κοινωνιολογικής Σκέψης», που διηύθυνε ο Ευάγγ. Κατσάρος.

* Είχε οργανώσει τρία «Μεσογειακά Συνέδρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Κοινωνιολογίας» (που αποτέλεσαν σημείο τομής για την οριοθέτηση του επιστημονικού πεδίου που έχει αποκληθεί «Μεσογειακή Ανθρωπολογία»).

* Είχε διεξαγάγει εμπειρικές έρευνες σε όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνιολογίας, επικεντρωμένες πάντα στα σύγχρονα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας (μετανάστευση, παιδεία, αγροτικές κοινωνίες, κατάσταση της εργατικής τάξης, παιδική εγκληματικότητα, κ.ά.).

* Είχε, τέλος, φέρει σε επαφή την υπό διαμόρφωση ελληνική επιστημονική κοινότητα με τα διεθνή ρεύματα. Για τον σκοπό αυτό φιλοξένησε στο Κέντρο, εντάσσοντάς τους οργανικά στις ερευνητικές του δραστηριότητες, μια ολόκληρη στρατιά κορυφαίων ξένων επιστημόνων (Η. Μendras, J. Campbell, Β. Κayser, κ.ά.), αλλά και νεώτερους ερευνητές που μόλις τότε άρχιζαν τη σταδιοδρομία τους (μεταξύ αυτών και ο Ρ. Βourdieu), πολλοί από τους οποίους παρέμειναν έκτοτε στενά συνδεδεμένοι με την Ελλάδα, που τη θεωρούν πλέον δεύτερη πατρίδα τους.

Η εντυπωσιακή αυτή επιστημονική ιστορία παρουσιάζεται συνθετικά από την Ι. Λαμπίρη-Δημάκη στην εισαγωγή του τόμου και αναλύεται εκτενέστερα από ορισμένους πρωταγωνιστές της, όπως η Ελ. Αργυριάδη, ο Μ. Ραφαήλ, ο Γερ. Νοταράς, κ.ά. Όμως εκτός από την ειδικότερη επιστημονική του συμβολή, το ΚΚΕΑ υπήρξε επίσης εκείνα τα χρόνια «ένας χώρος πνευματικής και επιστημονικής ελευθερίας», «μια όαση ανοιχτής και πρωτοποριακής αναζήτησης», «ένα πραγματικό εργαστήρι ιδεών και απόψεων», όπως αναθυμάται ο Ν. Βουλέλης (σελ. 322). Τη νοσταλγία αυτή αποπνέουν όλα τα κείμενα-μαρτυρίες που περιέχονται στον τόμο: «μια “άνοιξη” από κάθε πλευρά, ένα ασύγκριτο άνοιγμα, ένα άνθισμα του νου και της ψυχής, που όποιος το βίωσε ήταν πολύ τυχερός» (Μ. Νούσα, σελ. 365).

Ο βαρύς «χειμώνας» της 21ης Απριλίου ήλθε να τερματίσει απότομα αυτή την πρώιμη «άνοιξη». Μέσα σε λίγους μήνες το Κέντρο απογυμνώθηκε από όλες τις ζωντανές του δυνάμεις, τρεις συνεργάτες του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, ο Β. Φίλιας, ο Ν. Βουλέλης και ο Γ. Νοταράς (ο τελευταίος μάλιστα συνελήφθη μέσα στα γραφεία του Κέντρου), ενώ οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους απολύθηκαν, παραιτήθηκαν ή διέφυγαν στο εξωτερικό. Η χούντα προσπάθησε να μετασχηματίσει το Κέντρο σε νομιμοποιητικό μηχανισμό του δικτατορικού καθεστώτος, το μετονόμασε σε Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και όρισε ως διευθυντή του τον μόνο καταδότη που μπόρεσε να βρει μεταξύ των συνεργατών του ΚΚΕΑ. Όμως η ερευνητική υποδομή, η επιστημονική δεοντολογία και το δημοκρατικό ήθος που είχε διαμορφώσει το ΚΚΕΑ, παρέμειναν ζωντανή παρακαταθήκη και σταθερό σημείο αναφοράς για την ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών στην Ελλάδα. Αξίζουν ειλικρινά συγχαρητήρια στην Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη που ανέλαβε την πρωτοβουλία να φωτίσει, με μελέτες και μαρτυρίες, αυτήν τη μοναδική επιστημονική εμπειρία.

Οι δύο πρωτεργάτες
«Ο Ιωάννης Περιστιάνης και ο Μιχάλης Γούτος έχουν φύγει από καιρό, ίσως μάλιστα και να έχουν ξεχαστεί από τους νεώτερους. Για όσους όμως έζησαν την πνιγηρή εκείνη μετεμφυλιακή περίοδο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατόρθωσαν να φτιάξουν “κάτι” από το τίποτα. Και μάλιστα όχι “επειδή οι συνθήκες ήταν ώριμες”, αλλά αντιθέτως επειδή είχαν το θάρρος και τη βούληση να αφιερώσουν τη γνώση τους, την πείρα τους και την καρδιά τους σε ένα οραματικό εγχείρημα που προχώρησε εις πείσμα όλων των συνθηκών. (…) Από κοινού, ο κυπριακής καταγωγής ανθρωπολόγος Περιστιάνης, καθηγητής στην Οξφόρδη, και ο γερμανοσπουδασμένος νομικός Μιχάλης Γούτος θέλησαν να προσφέρουν και να προσφερθούν. Και παραδόξως έπεισαν ή τουλάχιστον επιβλήθηκαν. (…) Τόλμησαν να απευθυνθούν σε πατενταρισμένους και εκ των πραγμάτων άνεργους αριστερούς, αναλάμβαναν προσωπικά όλες τις ευθύνες απέναντι στους γραφειοκράτες που τους πίεζαν και δεν υπάκουαν στα κελεύσματα των ισχυρών και πανταχού παρόντων επίδοξων πατρώνων. (…) Δεν υπάρχουν πια οι Περιστιάνηδες και οι Γούτοι που μπορούσαν να λειτουργήσουν ταυτόχρονα ως δάσκαλοι, πατέρες, εξομολογητές και προστάτες. Στο εξής ο ερευνητής είναι και αυτός ένας homo economicus όπως όλοι οι άλλοι. (…) Αυτά όμως αφορούν τους νεώτερους. Οι ιδρυτές του ΚΚΕΑ φρόντισαν να πεθάνουν νωρίς».

(απόσπασμα από τη μαρτυρία του Κ. Τσουκαλά, σελ. 411-420)

ΜΙΚΡΟ ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ ΑΠΟ ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
* «Ακροβατώντας μέσα σε διφορούμενες καταστάσεις, αξιοποιώντας τις δυνατότητες ενός νομικού κενού ή διευρύνοντας τα όρια της ελευθερίας όσο γινόταν, τα κοινωνικά δρώντα υποκείμενα στο Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών δημιουργούσαν νέες πραγματικότητες στον χώρο της κοινωνιολογικής έρευνας» (Μαρία Ηλιού)

* «Εκεί μέσα στα σχετικά περιορισμένα δωμάτια που φιλοξενούσαν έναν ή περισσότερους ερευνητές ή διοικητικό προσωπικό, κυκλοφορούσαν όλα τα γνωστά ονόματα που τότε και μετά αποτέλεσαν τον πυρήνα της ανάπτυξης της κοινωνιολογίας στην Ελλάδα» (Χρήστος Ροζάκης)

* «Ψάχνοντας ένα θέμα διατριβής σχετικά με τον μεσογειακό κόσμο έμαθα ότι ο Βernard Κayser, καθηγητής Γεωγραφίας στην Τουλούζη, είχε αποσπασθεί στο Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών. (…) Ερχόμενος στην Ελλάδα το 1963 θεωρούσα ότι θα ασχοληθώ απλώς με μια ακαδημαϊκή εργασία. Έφθασα να περάσω εδώ τη μισή μου ζωή» (Μichel Sivignon)

ΤΑ ΝΕΑ , 10-05-2003 , Σελ.: P34

Δώστε μας εμπειρικές εικόνες
Η ιστορία του Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών και το έρμα της κοινωνίας μας

ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση οι νεόφοιτοι του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ήλθαμε αντιμέτωποι με το μάθημα της κοινωνιολογίας, το οποίο μέσα στο κλειστό σύστημα των υπόλοιπων μαθημάτων δικαίου (δεν ξέρω πώς είναι σήμερα διαρθρωμένες οι νομικές σπουδές) μάς φαινόταν ιδιαιτέρως ανοικτό και οπωσδήποτε ταιριαστό με το κλίμα αναζητήσεων και ελευθερίας, ακόμη και ακροτήτων, που είχε δημιουργήσει η πτώση του δικτατορικού καθεστώτος. Το μάθημα δίδασκε η Ιωάννα Λαμπίρη
-Δημάκη, η οποία ήταν από τις λίγες γυναίκες στο γενικώς ανδροκρατούμενο τότε Νομικό Τμήμα. Η Νομική παρήλθε (όπως λέμε παρήλθον οι χρόνοι) και ξανασυνάντησα την Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη στη δημοσιογραφία, στην αρχή έμμεσα, αργότερα άμεσα, ως συνεργάτες πλέον. Το 1996 κυκλοφόρησε από τον Κέδρο το βιβλίο Οι δρόμοι της σκέψης, που συνυπογραφόταν από εμένα και τον συνάδελφό μου Δημήτρη Μητρόπουλο – και αυτός απόφοιτος του Νομικού. Το υλικό του βιβλίου στηριζόταν στη σειρά «Η σκέψη των Ελλήνων», που είχε δημοσιευθεί στις σελίδες των «Νέων Εποχών» το καλοκαίρι του 1996 και περιελάμβανε πορτρέτα δώδεκα ελλήνων στοχαστών. Η Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη μάς εξέπληξε λίγο μετά την κυκλοφορία του βιβλίου μ’ ένα κριτικό σημείωμά της στο «Βήμα», όπου επιχειρούσε ταυτόχρονα να καταγράψει την κινητικότητα των αποφοίτων του Νομικού, το πεδίο της υποδοχής τους. Οταν βγήκε το ένθετο των «Βιβλίων», η Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη συνεργάστηκε από τα πρώτα φύλλα, και αυτή η σχέση δασκάλου και μαθητή, μεταφερμένη σε έναν επαγγελματικό χώρο, έχει οπωσδήποτε το ενδιαφέρον της.
Προχθές η παλιά μου καθηγήτρια μου έφερε ένα καινούργιο βιβλίο που επιμελήθηκε η ίδια. Τίτλος του Κοινωνικές Επιστήμες και Πρωτοπορία στην Ελλάδα, 1950-1967 (έκδοση Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών / Gutenberg), ένα αφιέρωμα στα σαράντα και πλέον χρόνια του Κέντρου Κοινωνικών Επιστημών Αθηνών, που μετονομάστηκε αργότερα ΕΚΚΕ. Το ΚΚΕΑ άρχισε να λειτουργεί το 1960, στην αρχή στην οδό Σκουφά και μετά σε ένα κτίριο της οδού Κουμπάρη 5, στην καρδιά του Κολωνακίου, το οποίο σήμερα έχει κατεδαφιστεί, σε μια εποχή που οι έλληνες κοινωνικοί επιστήμονες προσπαθούν να συστηματοποιήσουν τις προσπάθειές τους για να περιγράψουν την ελληνική κοινωνία και τα προβλήματά της μέσα από δυνατές εμπειρικές εικόνες. Είναι η στιγμή που νέοι επιστήμονες, απαλλαγμένοι από τα σύνδρομα φυγής και πολιτιστικής απαισιοδοξίας που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες εποχές, αισιοδοξούν ότι μπορούν να δείξουν και να κατανοήσουν τους μηχανισμούς της εποχής τους. Είναι κυρίως παιδιά της αστικής τάξης, και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, γιατί οι περισσότεροι προοδευτικοί θεσμοί του κράτους μας είναι δημιουργήματα των αστών, και ας μην το ομολογούμε συχνά από τον φόβο μιας λαϊκιστικής ισοπολιτείας. Το Κέντρο ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1959, από την ελληνική κυβέρνηση, σε στενή συνεργασία με την UNESCO, στο πλαίσιο του προγράμματος τεχνικής βοηθείας του ΟΗΕ, και ήταν το πρώτο ίδρυμα για τις κοινωνικές επιστήμες στην Ελλάδα, εκτός του πανεπιστημιακού χώρου. Πρώτος πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Κέντρου ήταν ο καθηγητής Στρατής Ανδρεάδης ενώ πρώτος επιστημονικός διευθυντής ήταν ο καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στην Οξφόρδη Ιωάννης Περιστιάνης. Την ίδια περίοδο δημιουργήθηκαν και άλλα κέντρα, όπως το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών και Προγραμματισμού (ΚΕΠΕ), η Οικιστική Σχολή Δοξιάδη, ο Δημόκριτος, το Βασιλικό Ιδρυμα Ερευνών, το Αθηναϊκό Ινστιτούτο Ανθρωπος, δημιουργώντας ένα κλίμα επιστημονικής ελευθερίας και άνθησης. Οι νέοι επιστήμονες που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό μετά τον Εμφύλιο επέστρεφαν, δημιουργώντας μια νέα δυναμική, που ανακόπηκε όμως από τη δικτατορία.
Για το βάθος που έχουν οι θεσμοί στην Ελλάδα, τα σαράντα και πλέον χρόνια του ΚΚΕΑ/ΕΚΚΕ είναι σημαντικός χρόνος. Αν δίπλα σε αυτά βάλουμε και τα χρόνια προετοιμασίας, δείχνουν ότι υπάρχει μια προϊστορία η οποία μας ανήκει και στην οποία μπορούμε να πατήσουμε, και ότι δεν βαδίζουμε ξυπόλυτοι στα αγκάθια της κοινωνικής έρευνας. Από αυτή την άποψη το αφιέρωμα Κοινωνικές Επιστήμες και Πρωτοπορία στην Ελλάδα είναι σημαντικό γιατί μας δείχνει μια διαδρομή, είναι τεκμήριο μιας συγκροτημένης αναζήτησης, στόχων, κατευθύνσεων, προτεραιοτήτων. Επιπλέον είναι μια συλλογή ωραίων κειμένων – τα περισσότερα αυτοβιογραφικά και προσωπικά – που υπογράφονται από ένα πλήθος ονομάτων, τα περισσότερα γνωστά και μερικά απρόοπτα σε μια τέτοια συλλογή: Βάσω Αγγελοπούλου, Ελένη Αργυριάδου, Νικόλας Βουλέλης, Μαρία Ηλιού, Κούλα Κασιμάτη, Χρήστος Κελπερής, Ιωάννα Λαμπίρη, Κώστας Μελακοπίδης, Γεράσιμος Νοταράς, Μαρία Νούσσα, Νίκη Πάνου, Τίτος Πατρίκιος, Χρήστος Ροζάκης, Στάθης Σορώκος, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Απόστολος Τζιράς, Αναστάσιος Χρηστιάς, Κοσμάς Ψυχοπαίδης. Είναι σημαντικός αυτός ο τόμος. Είναι μια επιστημονική ιστορία, που δείχνει ότι ως κοινωνία δεν είμαστε και τόσο ανερμάτιστη.
Και για να μείνουμε σε αυτόν τον χώρο, διάβασα σε ένα από τα τελευταία τεύχη του περιοδικού «The New Yorker» το πορτρέτο του Νόαμ Τσόμσκι, του γλωσσολόγου που καθιερώθηκε παγκοσμίως κυρίως για τις πολιτικές και κοινωνικές αναλύσεις του. Το περιοδικό σκιαγραφεί καταπληκτικά και με γλαφυρότητα το πορτρέτου του 75χρονου καθηγητή, που γεννήθηκε σε μια οικογένεια ορθοδόξων εβραίων στις 7 Δεκεμβρίου 1928. Ο πατέρας του Γουίλιαμ είχε γεννηθεί στην Ουκρανία το 1896 και μετανάστευσε στη Βαλτιμόρη σε νεαρή ηλικία. Η μητέρα του Ελσι είχε γεννηθεί σε μια πόλη κοντά στο Μινσκ της Ρωσίας το 1903 και μετανάστευσε στο Μπρούκλιν, σχεδόν βρέφος, το 1906. Η ίδια η οικογένεια του Νόαμ Τσόμσκι αποτελεί ίσως το τυπικό παράδειγμα της αντισυμβατικότητας. Η πρωτότοκη κόρη του Νόαμ, η Αβάιβα, είναι ειδικευμένη στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής και διδάσκει στο Σάλεμ Στέιτ Κόλετζ της Μασαχουσέτης. Είναι επίσης ακτιβίστρια. Η μεσαία κόρη, η Ντάιαν, εργάστηκε ως εθελόντρια σε μια εφημερίδα των Σαντινίστας στη Νικαράγουα, ερωτεύτηκε έναν Σαντινίστα και έμεινε εκεί. Οσο για τον τριτότοκο Χάρι, είναι βιολονίστας, ζει στο Μπέρκλεϊ και εργάζεται παρτ-τάιμ σε μια εταιρεία προγραμματισμού. Αλλά το πορτρέτο του Τσόμσκι δεν είναι ενδιαφέρον μόνο για όλες αυτές τις οικογενειακές λεπτομέρειες. Είναι κυρίως ενδιαφέρον γιατί μας δείχνει πώς η κριτική στάση του απέναντι στα τεκταινόμενα στις ΗΠΑ, ο σκεπτικισμός του, έχουν ως αποτέλεσμα την περιθωριοποίησή του και τη μείωση του ακροατηρίου του. Ο Τσόμσκι, ούτε λίγο ούτε πολύ, είναι σήμερα περιθωριακός στις Ηνωμένες Πολιτείες όπως γενικά πολύ χαμηλή είναι πια η επιρροή των φιλελεύθερων διανοουμένων και των σχετικών οργάνων Τύπου. Είναι και αυτή μια πλευρά της σύγχρονης Αμερικής που δεν πρέπει να αγνοούμε.

ΤΟ ΒΗΜΑ , 20-04-2003