Διαβάστε ένα απόσπασμα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Όλα γεννιούνται για να ανθίσουν
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ της ζωής μου είναι η αφήγηση ενός δρόμου ελπίδας που δεν μπορώ να τον φανταστώ αποκομμένο από της οικογένειάς μου, του λαού μου, του λαού του Θεού. Σε κάθε σελίδα, σε κάθε βήμα, είναι συνάμα το βιβλίο όσων βάδισαν μαζί μου, όσων προηγήθηκαν και όσων θα μας ακολουθήσουν.
Μια αυτοβιογραφία δεν είναι το ιδιωτικό μας αφήγημα, είναι περισσότερο οι αποσκευές μας για το ταξίδι. Και οι αναμνήσεις δεν είναι μόνο αυτό που θυμόμαστε, αλλά αυτό που μας περιέχει. Δεν μιλούν αποκλειστικά για όσα συνέβησαν, αλλά για όσα θα συμβούν. Η μνήμη είναι ένα παρόν που δεν παύει ποτέ να περνάει, λέει ένας Μεξικανός ποιητής.
Μοιάζει σαν χτες, κι όμως είναι αύριο.
Λέμε συνήθως: «να περιμένεις και να ελπίζεις» —και μάλιστα στο ισπανικό λεξικό η λέξη esperar σημαίνει τόσο ελπίζω όσο και περιμένω—, όμως η ελπίδα είναι κυρίως η αρετή της κίνησης και η κινητήρια δύναμη της αλλαγής: είναι ένα τεντωμένο νήμα που συνδέει τη μνήμη με την ουτοπία για να δημιουργήσει στ᾿ αλήθεια τα όνειρα που μας περιμένουν. Κι αν ένα όνειρο πάει να σβήσει, πρέπει να το ονειρευτούμε ξανά, σε νέες μορφές, αντλώντας με την ελπίδα από τις στάχτες της μνήμης.
Εμείς οι χριστιανοί οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η ελπίδα δεν εξαπατά και δεν απογοητεύει: όλα γεννιούνται για ν᾿ ανθίσουν σε μια αιώνια άνοιξη.
Στο τέλος, ένα πράγμα θα πούμε μονάχα: δεν θυμάμαι τίποτα στο οποίο να μη βρίσκεσαι Εσύ.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΙΠΑΝ ΟΤΙ ακούστηκε ένα φοβερό τράνταγμα, σαν σεισμός. Όλο το ταξίδι είχε συνοδευτεί από ισχυρές και δυσοίωνες δονήσεις και «η κλίση ήταν τέτοια, που το πρωί δεν μπορούσαμε ν᾿ ακουμπήσουμε στο τραπέζι το φλιτζάνι με τον καφέ και το γάλα, γιατί θα χυνόταν», όμως αυτό ήταν κάτι άλλο: έμοιαζε περισσότερο με έκρηξη, ήταν σαν βόμβα. Οι επιβάτες βγήκαν από τα σαλόνια κι από τις καμπίνες κι έτρεξαν στα καταστρώματα, προσπαθώντας να καταλάβουν τι συνέβαινε. Ήταν προχωρημένο απόγευμα και το πλοίο ταξίδευε προς τις ακτές της Βραζιλίας, με κατεύθυνση το Πόρτο Σεγούρο. Δεν ήταν βόμβα: πιο πολύ μια υπόκωφη βροντή. Το ατμόπλοιο εξακολουθούσε να πλέει, όμως η πορεία του είχε γίνει τρελή, σαν αφηνιασμένου αλόγου, τώρα σκαμπανέβαζε άγρια και ελάττωνε ταχύτητα. Ένας άνθρωπος, που είχε μείνει με τις ώρες γαντζωμένος σ᾿ ένα ξύλο καταμεσής του ωκεανού, κατέθεσε αργότερα ότι είχε δει πολύ καθαρά να ξεκολλάει η προπέλα και ο στροφαλοφόρος άξονας αριστερά. Εντελώς. Η προπέλα, είπαν, είχε διαλύσει το κύτος προκαλώντας του βαθύ ρήγμα: το νερό έμπαινε άφθονο, πλημμυρίζοντας το μηχανοστάσιο, και σύντομα θα κατέκλυζε και τα αμπάρια, μιας και ακόμα και οι υδατοστεγείς πόρτες καταπώς φαινόταν δεν λειτουργούσαν όπως έπρεπε.
Είπαν ότι κάποιος προσπάθησε να διορθώσει τη ζημιά με μεταλλικά μπαλώματα. Μάταια.
Είπαν ότι η ορχήστρα πήρε εντολή να συνεχίσει να παίζει. Ασταμάτητα.
Το πλοίο εξακολουθούσε να γέρνει ολοένα και πιο πολύ, το σκοτάδι πύκνωνε, η θάλασσα αντάριαζε.
Όταν φάνηκε ότι οι αρχικές διαβεβαιώσεις προς τους επιβάτες δεν μπορούσαν πια να τους καθησυχάσουν, ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να σταματήσουν οι μηχανές, σήμανε συναγερμό με τη σειρήνα και οι ασυρματιστές έστειλαν το πρώτο SOS.
Η κλήση για βοήθεια έφτασε σε διάφορα σκάφη, σε δύο ατμόπλοια, ακόμα και σε δύο υπερωκεάνια που βρίσκονταν εκεί κοντά. Πρόστρεξαν αμέσως, όμως όλα αναγκάστηκαν να σταματήσουν σε κάποια απόσταση, γιατί μια έντονη στήλη λευκού καπνού δημιουργούσε φόβους για μια καταστροφική έκρηξη στους λέβητες.
Από τη γέφυρα, με το μεγάφωνο, ο κυβερνήτης προσπαθούσε όλο και πιο απεγνωσμένα να ηρεμήσει τους επιβάτες και συντόνιζε τις διαδικασίες διάσωσης, δίνοντας προτεραιότητα σε γυναίκες και παιδιά. Όμως, όταν έπεσε η νύχτα, μια νύχτα θεοσκότεινη με καινούργιο φεγγάρι, και διακόπηκε στο πλοίο και η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, η κατάσταση ξέφυγε εντελώς.
Οι σωστικές λέμβοι κατέβηκαν, όμως η κλίση του πλοίου ήταν πια τρομακτική: πολλές βυθίστηκαν ακαριαία, χτυπώντας το κύτος, άλλες αποδείχτηκαν ελαττωματικές και άχρηστες, έμπαζαν νερό που οι επιβάτες αναγκάζονταν να αδειάζουν χρησιμοποιώντας τα καπέλα τους. Άλλες πάλι, υποκύπτοντας στην επίθεση των απελπισμένων, είτε αναποδογύρισαν είτε βούλιαξαν από το υπερβολικό βάρος. Πολλοί, εργάτες και χωρικοί από τις κοιλάδες και τις πεδιάδες, δεν είχαν ξαναδεί στη ζωή τους θάλασσα και δεν ήξεραν κολύμπι. Προσευχές και ουρλιαχτά γίνονταν ένα.
Επικράτησε πανικός. Πολλοί επιβάτες γλίστρησαν ή ρίχτηκαν από μόνοι τους στη θάλασσα και πνίγηκαν.
Κάποιοι, όπως είπαν, νικήθηκαν από την απόγνωση. Άλλους πάλι, όπως ανέφερε ο τοπικός Τύπος, τους καταβρόχθισαν ζωντανούς οι καρχαρίες.
Μέσα σ᾿ εκείνο το πανδαιμόνιο, αμέτρητες ήταν οι συμπλοκές, αλλά και οι πράξεις θάρρους και αυταπάρνησης. Αφού πρόστρεξε να βοηθήσει δεκάδες ανθρώπους, ένας νεαρός στον οποίο είχε δοθεί ένα σωσίβιο, περίμενε τη σειρά του για να πέσει στο νερό. Βλέποντας έναν γέρο που δεν ήξερε κολύμπι και δεν είχε βρει θέση σε καμία βάρκα να ζητάει βοήθεια, ο νεαρός τού φόρεσε το σωσίβιο, έπεσε στη θάλασσα μαζί του και προσπάθησε να φτάσει στην πιο κοντινή βάρκα. Κολύμπησε σαν τρελός, όταν πάνω απ᾿ τα κύματα υψώθηκαν φωνές όλο και πιο αναστατωμένες: Καρχαρίες! Καρχαρίες! Του επιτέθηκαν. Από μια λέμβο ένας φίλος του κατάφερε να τον ανεβάσει σε αυτήν, όμως τα τραύματα ήταν θανατηφόρα και λίγο αργότερα ξεψύχησε.
Όταν οι επιζήσαντες διηγήθηκαν την ιστορία, η Αργεντινή συγκλονίστηκε. Στη γενέτειρά του, στην επαρχία του Έντρε Ρίος, δόθηκε το όνομα του νεαρού σ᾿ ένα σχολείο. Ήταν γιος ενός μετανάστη από το Πιεμόντε και μιας Αργεντίνας, και είχε μόλις συμπληρώσει τα είκοσί του χρόνια: ονομαζόταν Ανακλέτο Μπερνάρντι.
Πολύ πριν τα μεσάνυχτα, το πλοίο είχε πια ολότελα κατακλυστεί από το νερό, και με την πλώρη σηκωμένη κατακόρυφα και μ᾿ έναν ύστατο εκκωφαντικό, σχεδόν ζωώδη στεναγμό, βυθίστηκε, σε πάνω από χίλια τετρακόσια μέτρα βάθος. Πολλές μαρτυρίες συγκλίνουν ότι ο κυβερνήτης έμεινε στο πλοίο μέχρι το τέλος, βάζοντας όσους από την ορχήστρα είχαν απομείνει να παίξουν το «Βασιλικό Εμβατήριο». Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Βέβαια, μια στιγμή προτού βυθιστεί το ατμόπλοιο, λέγεται ότι ακούστηκαν πολλοί πυροβολισμοί από τους αξιωματικούς, οι οποίοι, αφού έκαναν ό,τι μπορούσαν για τους επιβάτες, αποφάσισαν να μην υποστούν την αγωνία του πνιγμού.
Κάποιες βάρκες κατάφεραν να φτάσουν στα κοντινά πλοία και, μαζί μ᾿ εκείνες που προέρχονταν από τα άλλα σκάφη που πρόστρεξαν, βοήθησαν να διασωθούν κάμποσες εκατοντάδες άνθρωποι.
Η διάσωση των λιγοστών επιζώντων, που πάσχιζαν όπως μπορούσαν να μείνουν στην επιφάνεια, συνεχίστηκε μέχρι αργά τη νύχτα. Όταν, πριν το ξημέρωμα, έφτασαν στον τόπο της καταστροφής κι άλλα βραζιλιάνικα ατμόπλοια, δεν βρήκαν κανέναν άλλον επιζώντα.
Εκείνο το πλοίο, μήκους σχεδόν εκατόν πενήντα μέτρων, υπήρξε στην αρχή του αιώνα το καμάρι της εμπορικής ναυτιλίας, το πιο προνομιούχο υπερωκεάνιο του ιταλικού στόλου, είχε μεταφέρει προσωπικότητες όπως τον Αρτούρο Τοσκανίνι, τον Λουίτζι Πιραντέλλο ή τον Κάρλος Γαρδέλ, θρύλο του αργεντίνικου τανγκό. Όμως εκείνες οι εποχές είχαν παρέλθει από καιρό. Είχε μεσολαβήσει ένας παγκόσμιος πόλεμος και η φθορά, η παραμέληση και η ελλιπής συντήρηση είχαν κάνει τα υπόλοιπα. Τώρα το πλοίο ήταν γνωστό πιο πολύ ως η «balaìna», η μπαλαρίνα, λόγω της γενικής αστάθειάς του. Όταν απέπλευσε για το τελευταίο του ταξίδι, με έναν ήδη πολύ ανήσυχο κυβερνήτη, μετέφερε πάνω από χίλιους διακόσιους επιβάτες, κυρίως μετανάστες από το Πιεμόντε, τη Λιγουρία και το Βένετο. Αλλά και από τις Μάρκε, την Μπαζιλικάτα, την Καλαβρία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρείχαν οι ιταλικές αρχές της εποχής, στο ναυάγιο χάθηκαν πάνω από τριακόσια άτομα, κατά το πλείστον μέλη του πληρώματος, είπαν· όμως οι εφημερίδες της Νότιας Αμερικής ανέφεραν έναν πολύ μεγαλύτερο αριθμό, πάνω από διπλάσιο, συμπεριλαμβάνοντας και λαθρεπιβάτες, κάμποσες δεκάδες Σύριους μετανάστες και τους εργάτες γης που από την ιταλική ύπαιθρο πήγαιναν στη Νότια Αμερική για την περίοδο του χειμώνα.
Υποβαθμισμένο ή συγκαλυμμένο από τα όργανα του καθεστώτος, εκείνο το ναυάγιο υπήρξε ο ιταλικός «Τιτανικός».
Δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές άκουσα να λένε την ιστορία εκείνου του πλοίου που έφερε το όνομα της κόρης του βασιλιά Βίκτωρος Εμμανουήλ Γ´, η οποία επίσης έμελλε να έχει έναν τραγικό θάνατο, στο λάγκερ του Μπούχενβαλντ, πολλά χρόνια αργότερα, προς το τέλος ενός άλλου τρομερού πολέμου. Ήταν το Πριγκίπισσα Μαφάλντα. Την ιστορία αυτή την έλεγαν στην οικογένεια.
Την έλεγαν στη γειτονιά.
Την τραγουδούσαν στα λαϊκά τραγούδια τους οι μετανάστες, από τη μια άκρη του ωκεανού ώς την άλλη: «Έφευγε η Μαφάλντα από την Ιταλία, με χίλιους επιβάτες κι ακόμα πιο πολλούς […] Μανάδες, πατεράδες γύρευαν τα παιδιά τους, τ᾿ αγκάλιαζαν προτού χαθούν στα κύματα για πάντα».
Οι παππούδες μου και ο μοναχογιός τους ο Μάριο, ο νεαρός άνδρας που έμελλε να είναι ο πατέρας μου, είχαν αγοράσει το εισιτήριο για εκείνο το μακρύ ταξίδι, με το καράβι που σάλπαρε από το λιμάνι της Γένοβας στις 11 Οκτωβρίου 1927, με προορισμό το Μπουένος Άιρες.
Όμως δεν το πήραν ποτέ.
Όσο κι αν προσπάθησαν, δεν κατάφεραν να πουλήσουν εγκαίρως όλα τα υπάρχοντά τους. Στο τέλος, θέλοντας και μη, οι Μπεργκόλιο αναγκάστηκαν να εξαργυρώσουν τα εισιτήρια και να αναβάλουν την αναχώρησή τους για την Αργεντινή.
Γι᾿ αυτό τώρα εγώ βρίσκομαι εδώ.
Δεν φαντάζεστε πόσες φορές ευχαρίστησα τη Θεία Πρόνοια γι᾿ αυτό.

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ