ΦΩΣ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ: ΤΖΟ ΚΡΙΣΤΜΑΣ
Το Φως τον Αύγουστο γράφτηκε μεταξύ 1931 και 1932. Το 2013 το μυθιστόρημα διατηρεί τη δύναμη, τη συναρπαστικότητα, τον τρόμο και τη διαχρονική σχέση του με την υψηλή τέχνη. Σε ποιον/ποια από τους πρωταγωνιστές, ανήκει αυτό το μυθιστόρημα; Στον Τζο Κρίστμας; Στη Λένα Γκρόουβ; Στον Γκέιλ Χαϊτάουερ; Οι Τζοάνα Μπέρντεν, Μπάιρον Μπαντς, Πέρσι Γκριμ, Ντοκ Χάινς, Σάιμον ΜακΊτσερν και οι Άρμστιντ κινούνται γύρω από τους κεντρικούς χαρακτήρες. Όμως η αφηγηματική φωνή του Φόκνερ –πολύ διαφορετική από εκείνη των αφηγητών στο Καθώς ψυχορραγώ και το Άδυτο– ξεπερνάει σε δύναμη εκείνη των Τζο Κρίστμας και Λένα Γκρόουβ. Είναι ένα υπέροχης ποικιλίας τονικό όργανο, όπως στην αντίθεση ανάμεσα στο άνοιγμα και το κλείσιμο του μυθιστορήματος:
Καθισμένη πλάι στο δρόμο, η Λένα κοιτάει το κάρο που σκαρφαλώνει στο λόφο και συλλογιέται: «Έρχομ’ από πέρα, απ’ την Αλαμπάμα. Δεν είν’ και λίγο. Από την Αλαμπάμα με τα πόδια – δεν είν’ και λίγο». Και συλλογιέται, ούτ’ ένα μήνα δεν έχω που ‘φυγα και να ‘μαι κιόλας στο Μισισιπή, μακρύτερα από ποτέ απ’ το σπίτι μου. Από δώδεκα χρονώ παιδί, δεν έχω βρεθεί άλλη φορά τόσο μακριά από το Ντόανς Μιλ.
Και στο Ντόανς Μιλ, μετά που πέθαναν οι γονείς της είχε πρωτοπάει, παρότι κατέβαινε στην πόλη έξι ή οκτώ Σάββατα το χρόνο, με το κάρο, φορώντας τα παραγγελμένα με το ταχυδρομείο φουστανάκια της, τα πόδια ξυπόλητα πάνω στο τραχύ ξύλο και τα παπούτσια της τυλιγμένα σ’ ένα κομμάτι χαρτί, πλάι της στο κάθισμα. Φορούσε τα παπούτσια της μόλις προτού φτάσει το κάρο στην πόλη. Αφότου έγινε μεγάλο κορίτσι, ζητούσε από τον πατέρα της να κάνει μια στάση στα πρώτα σπίτια και να την αφήσει να κατέβει για να περπατήσει λίγο. Δεν του ‘λεγε γιατί προτιμούσε το περπάτημα παρά να συνεχίσει με το κάρο. Εκείνος θαρρούσε πως ήταν εξαιτίας των καλοστρωμένων δρόμων, των πεζοδρομίων. Μα η Λένα το ήθελε επειδή λογάριαζε πως όσοι την έβλεπαν να πηγαίνει με τα πόδια θα νόμιζαν ότι έμενε κι αυτή στην πόλη.
Στα δώδεκα χρόνια της έχασε και τον πατέρα και τη μάνα της μέσα στο ίδιο καλοκαίρι, σ’ ένα ξύλινο σπίτι με τρία δωμάτια και χολ, δίχως παντζούρια, σε μια κάμαρα που τη φώτιζε μια μυγοφτυσμένη γκαζόλαμπα και το γυμνό πάτωμά της έμοιαζε λείο σαν παλιό ασημικό απ’ το πήγαιν’ έλα των ξυπόλητων ποδιών. Η Λένα ήταν το μικρότερο παιδί της φαμίλιας, απ’ όσα είχαν ζήσει. Πρώτη είχε πεθάνει η μάνα της. «Να φροντίζεις τον μπαμπά σου», της είχε πει, κι η Λένα το ‘κανε. Έπειτα, μια μέρα, ο πατέρας της της είπε: «Θα πας στο Ντόανς Μιλ, στον Μακ Κίνλεϊ. Φτιάξ’ τα πράγματά σου, να είσαι έτοιμη όταν έρθει». Και μετά πέθανε. Ο Μακ Κίνλεϊ, ο αδερφός, ήρθε με το κάρο. Έθαψαν τον πατέρα της πίσω από ένα ξωκκλήσι, κάποιο απόγεμα. Ο σταυρός που φτιάξανε για το μνήμα ήταν από ξύλο πεύκου. Το άλλο πρωί η Λένα έφευγε για παντοτινά, μολονότι είναι πιθανό να μην το ήξερε αυτό εκείνη την ώρα, με το κάρο του Μακ Κίνλεϊ για το Ντόανς Μιλ. Το κάρο ήταν δανεικό, κι ο αδερφός είχε υποσχεθεί να το επιστρέψει μέχρι το βράδυ.
Και μετά; Εκείνη τι έκανε μετά;
Τίποτα. Καθόταν και κοιτούσε έξω σαν να μην είχε δει άλλη φορά στη ζωή της εξοχή – τους δρόμους, τα δέντρα, τα τηλεγραφόξυλα. Μήτε τον πήρε το μάτι της μέχρι που ήρθε ο φίλος μας κι άνοιξε την πόρτα του φορτηγού. Μήτε που χρειάστηκε καθόλου να τον ψάξει, να ενδιαφερθεί. Δεν είχε παρά να περιμένει, κι εκείνος θα της ερχότανε. Πράμα που ήξερε.
Ο ίδιος ο χτεσινός;
Φυσικά. Στεκόταν στην άκρη του δρόμου σαν πήραμε τη στροφή. Στεκόταν με τα μούτρα μέχρι κάτω, σωστό δαρμένο σκυλί, μα συνάμα αποφασισμένος κι ήρεμος σαν να ‘χε φτάσει πια τελευταία φορά στο αμήν, σαν να δοκίμαζε τελευταία φορά την τύχη του ξέροντας πως θα ‘τανε τώρα ή ταν ή επί τας. Συνεχίζει: «Εμένα δεν μου ‘ριξε ούτε μια ματιά. Πάτησα φρένο και εκείνος έτρεχε κιόλας προς την πόρτα της καρότσας. Και μολονότι της πετάχτηκε έτσι ξαφνικά μπροστά της, η κοπελιά τίποτα, εντελώς ατάραχη. “Έχω κάνει πολύ δρόμο μαζί σου”, της λέει. “Να με πάρει και να με σηκώσει αν θα τα παρατήσω τώρα”. Κι αυτή να τον κοιτάει σαν να ‘ξερε πριν απ’ αυτόν τις κινήσεις του και πως όποιες κι αν θα ‘ταν δεν τις έλεγχε καν ο ίδιος.
» “Δε σου ‘πε κανένας να τα παρατήσεις”, του απαντάει». Βάζει τα γέλια, πλαγιασμένος στο κρεβάτι. «Μάλιστα, κύριε! Άλλο πράμα είσαστε εσείς οι γυναίκες. Γιατί, ξέρεις τι πιστεύω; Πιστεύω πως απλώς έκανε το ταξιδάκι της. Δεν νομίζω να την ένοιαζε αληθινά να βρει εκείνον που κυνηγούσε. Σκασίλα της κι αν τον έβρισκε, μονάχα που δεν το ‘χε πει ακόμα του αλλουνού. Πρέπει να ‘ταν η πρώτη φορά στη ζωή της που είχε βρεθεί τόσο μακριά από το σπίτι της, και καθώς όλος ο κόσμος που συναντούσε στο δρόμο της τη φρόντιζε και της στεκόταν, σου λέει άσε να το τραβήξω λίγο ακόμα, με σκοπό να δει όσα περισσότερα μπορούσε, μιας κι ήξερε, θαρρώ, πως άμα καταστάλαζε κάπου τώρα θα ‘ταν για το υπόλοιπο της ζωής της. Έτσι νομίζω εγώ. Και να μου κάθεται πίσω στην καρότσα, με τον φιλαράκο δίπλα της ξανά, και το μωρό να τη βυζαίνει ολοένα – δέκα μίλια είχαμε κάνει και τ᾽ άτιμο δεν είχε πάψει στιγμή να τρώει κι αυτή να χαζεύει τα τηλεγραφόξυλα και τους φράχτες σαν να ‘τανε παρέλαση στο τσίρκο. Ώσπου μετά από λίγο της λέω, “Να και το Σάλσμπουρι”, και με ρωτάει, “Ποιο;” “Το Σάλσμπουρι, του Τένεσι”, της κάνω, και γυρίζω πίσω να την κοιτάξω. Είχε μια έκφραση από τα πριν προετοιμασμένη να δείξει έκπληξη, ώστε όταν θα της ερχόταν η έκπληξη να τη χαρεί καλύτερα. Και της ήρθε και τη χάρηκε. Γιατί μου είπε: «“Βρε, βρε. Τι σου είν’ ο άνθρωπος. Ούτε δυο μήνες δεν έχουμε που ξεκινήσαμε από την Αλαμπάμα και να ‘μαστε κιόλας στο Τένεσι”».[1]
Η Λένα Γκρόουβ, μια ακούραστη καλόβολη δύναμη, προχωρεί με μια βιβλική αίσθηση της Ευλογίας, σε απόλυτη αντίθεση με τη θανάσιμη παρόρμηση του Τζο Κρίστμας και της Τζοάνα Μπέρντεν και του Χάιταουερ και του Γκριμ και όλων των άλλων εκτός από τους αστείους και εξυπηρετικούς Άρμστιντ. Ο Φόκνερ τής χαρίζει τα οράματα της αρχής και του τέλους, βάζοντας σε πλαίσιο τη βία, το μίσος, την αυτοκαταστροφική παρόρμηση των υπολοίπων του μυθιστορήματος. Η εκτίμηση του Φόκνερ γι’ αυτήν είναι προφανής και σαφώς τον απαλλάσσει σε μεγάλο βαθμό από τον μισογυνισμό, τον οποίο οι φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι εκφράζει.
Με εξαίρεση το Καθώς ψυχορραγώ, θεωρώ το Φως τον Αύγουστο ως το υψηλότερο αισθητικό του επίτευγμα. Έχει την τάση να ωθεί σε ήττα την κριτική, ίσως επειδή εφαρμόζεται σε αυτό η γενική αρχή της «ενότητας». Η σάγκα των Τζο Κρίστμας, Χάιταουερ και Λένα Γκρόουβ είναι ξεχωριστές ιστορίες και οι συνδέσεις μεταξύ τους ασήμαντες. Όμως, η αφηγηματική δύναμη συγκρατεί και τις τρεις ιστορίες και η καθεμιά υποβοηθείται από την αντιπαράθεσή της με τις άλλες. Η ύπαρξη του Τζο Κρίστμας είναι ένας μόνιμος εφιάλτης, ενώ ο Χάιταουερ κατοικεί σε ένα μη πραγματικό όνειρο και η Λένα προχωρεί σαν τη φυσική διαδικασία που ενσαρκώνει και εμπλουτίζει.
Τόσο περίπλοκη είναι η πλοκή του Φως τον Αύγουστο που το θεωρώ χρήσιμο να σημειώσω τις πιο λαβυρινθώδεις και ελικοειδείς πλευρές του. Καθώς η Λένα ταξιδεύει για το Τζέφερσον, βλέπει ένα σπίτι να καίγεται σε κοντινή απόσταση. Μόνο αργότερα θα μάθουμε ότι αυτό ήταν το σπίτι της Τζοάνα Μπέρντεν, στο οποίο έβαλε φωτιά ο Τζο Κριστμας, που τη δολοφόνησε.
Ο Μπάιρον Μπάντς, που ερωτεύεται τη Λένα με την πρώτη ματιά, είναι φίλος του Χάιταουερ. Και οι δύο αντιπροσωπεύουν πλευρές της ύπαρξης, αν και οι δύο είναι ανθρώπινοι και κόσμιοι. Ο Μπάιρον ζει στην πραγματικότητα, ο Χάιταουερ σε ένα τενισόνειο όνειρο του παρελθόντος με όλες τις αυταπάτες του. Οι θρυλικές αφηγήσεις του παππού του για τον Εμφύλιο Πόλεμο –μια τολμηρή επιδρομή ή ένας ατιμωτικός θάνατος με πυροβόλο όπλο όταν κάποιος έκλεβε κότες– αναμειγνύονται με αλλόκοτες αναμνήσεις της απιστίας της γυναίκας του και την επακόλουθη εκδίωξη του από το εκκλησίασμα της ενορίας του. Κι αυτά στολίζονται με ονειροπολήσεις. Μόνο όταν ο Χάιταουερ ξεγεννάει το μωρό της Λένα έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Αυτό οδηγεί στην κορύφωση της προσπάθειάς του να σώσει τον Τζο Κρίστμας από το λιντσάρισμα του όχλου της Κου Κλουξ Κλαν, παρόμοια με τον ξυλοδαρμό του Μπάιρον Μπαντς από τον Λούκας Μπερτς, τον μόνιμα κατά φαντασίαν διαφθορέα της Λένα.
Το Φως τον Αύγουστο είναι το βιβλίο του Τζο Κρίστμας, ενός άνδρα που δεν είναι ούτε μαύρος ούτε λευκός, ούτε καλός ούτε κακός, που είναι καταδικασμένος από τον τόπο του, την ανατροφή του και την επιλογή ως ένα γεννημένο, παντελώς θύμα. Η συμβολική σχέση του με τον Ιησού Χριστό δεν έχει να κάνει με λύτρωση ή θεϊκότητα αλλά μόνο με την παραδειγματική στάση του Ιησού ως αιωνίως πάσχοντος.
Ο αναγνώστης δεν συμμερίζεται τη συμπόνια του Φόκνερ για τον Τζο Κρίστμας, επειδή ο συγγραφέας προσδίδει σε αυτόν τον απόκληρο αντιπαθητικά χαρακτηριστικά: ο Κρίστμας είναι δολοφόνος, βάναυσος με όλες τις γυναίκες, που μισεί τις σεξουαλικές του επιθυμίες ενώ απεχθάνεται τις δικές τους. Αυτός είναι η ενόρμηση θανάτου πέρα από την αρχή της ηδονής και μολύνει την Τζοάνα Μπέρντεν με αυτό που γίνεται η δική της βόρεια πουριτανική εκδοχή της ίδιας καταστροφικής αρρώστιας.
Είναι ένας τραγικός πρωταγωνιστής; Όχι με τη σαιξπηρική έννοια. Είναι ένα πιο σύνθετο καρτούν από ό,τι ο Ποπάι αλλά καρικατούρα ούτως ή άλλως. Για τραγικές, σχεδόν σαιξπηρικές μορφές στον Φόκνερ, πρέπει να στραφείτε στον Νταρλ Μπάντρεν και τον Κουέντιν Κόμπσον, που διαθέτουν συνείδηση, ενώ ο Τόμας Σάτπεν μου φαίνεται να ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα σε μαρλόεια καρικατούρα και σαιξπηρική εσωστρέφεια.
Και όμως δεν φαίνεται να υπάρχει τέλος για τον Τζο Κρίστμας. Όπως ο Νταρλ Μπάντρεν, δεν γνωρίζει όρια. Ο Φόκνερ κατόρθωσε να συλλάβει στο πρόσωπο του Τζο κάτι διαχρονικά αμερικανικό, όχι απλώς του Νότου. Χωρίς να ξέρει, αλλά φοβούμενος την προσωπική «μαυρίλα», ο Κρίστμας υπό μία έννοια είναι ο μέσος Αμερικανός, που αναρωτιέται ποιος ή τι είναι αυτός ή αυτή ή που φοβάται τρελά την παραφροσύνη, τα φονικά ένστικτα, την αυτοκτονία, την έλλειψη αγάπης ή την κατάρα να είσαι γόνος διαλυμένης οικογένειας. Δεν θα καταλάβω ποτέ όσα λέει ο Κλίανθ Μπρουκς για τον Φόκνερ. Κατά κάποιον τρόπο, αυτός ο αρχετυπικός κριτικός του Νότου νόμιζε ότι ο Φόκνερ εξήρε τόσο τις υποτιθέμενες κοινοτικές αξίες όσο και την οικογενειακή συνοχή. Το Φως τον Αύγουστο δείχνει έντονα την κακή επίδραση των κοινωνικών ηθών του Μισισίπι και του οικογενειακού ρομάντζου.
Και όμως το μυθιστόρημα είναι το πλουσιότερο έργο του Φόκνερ στην καινοτομία των γλωσσικών διακυμάνσεών του και των ανθρώπινων στάσεών του. Ο αμφιταλαντευόμενος Κρίστμας, η ολοένα και περισσότερο παράφρων Τζοάνα και η αμφιλεγόμενη ομαδοποίηση των Λούκας Μπερτς, Μακ Ίτσερν και Ντοκ Χάινς είναι τα ακραία πρόσωπα του βιβλίου: ο εκ των προτέρων ναζί παραστρατιωτικός Πέρσι Γκρίμ,ποὺ δολοφονεί και ακρωτηριάζει τον Τζο Κρίστμας· ο αγαθός εξαπατημένος Χάιταουερ· ο Μπάιρον Μπαντς· και πάνω απὸ όλους υπάρχει η Λέναγκρόουβ, η άνευ πτώσεως Εύα ενός κατά τα άλλα έρημου κόσμου.
Πράγματι το Φως τον Αύγουστο είναι το βιβλίο του Τζο Κρίστμας. Και όμως κάθε φορά που το θυμάμαι, μου έρχεται στο μυαλό πρώτα η Λένα. Η σχέση της με το βιβλίο έχει αμφισβητηθεί αλλά όχι από κάποιον βαθύ αναγνώστη του Φόκνερ. Η γαλήνια παρουσία της συμβάλλει σε αυτό που μπορεί να ονομαστεί «έκσταση του συνηθισμένου» του Φόκνερ, περίεργες στιγμές που είναι εκκοσμικευμένες επιφοιτήσεις.
Όπως και ο πρόγονος του Μέλβιλ, στο Μόμπι-Ντικ, και ο μαθητής του Κόρμακ ΜακΚάρθι, στον Μεσημβρινό του αίματος, ο Φόκνερ εναλλάσσει βίαιες και ήρεμες σκηνές όμοιες με εκείνες που γαληνεύουν «τον χτυπημένο από τις καταιγίδες Ατλαντικό της ύπαρξής μου» του Μέλβιλ. Υπάρχουν στον Φόκνερ παράδοξα ακούσματα, σαν η αφηγηματική τέχνη του να αναζητούσε ένα ακίνητο κέντρο, όπου φυλετική και προσωπική βία και οι αγωνίες συνουσίας και θανάτου δεν θα μπορούσαν ποτέ να εισβάλουν.
[1] William Faukner, Φως τον Αύγουστο, μτϕρ. Βικτώρια Τράπαλη, Εξάντας, Αθήνα 1994, σ. 7-8 και 514-515.

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ